γρούζω

γρούζω
[γρύζω]
1. (για ζώα) γρυλλίζω
2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω
3. (για τη θάλασσα) κάνω πάταγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γρούζω — γρούζω, έγρουξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γρούζω — έγρουξα, κάνω γρου γρου, γρυλίζω: Τα νυχτοπούλια γρούζουνε, χτυπούνε ταφτερά τους (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρουξιά — η [γρούζω] 1. (για ζώα) ο γρυλλισμός* 2. (για πρόσωπα) μουρμούρισμα …   Dictionary of Greek

  • γρούξιμο — το [γρούζω] η γρουξιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”